Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής

 

 

 

Πολλοί την έχουν ξεγράψει. Η εργατική απεργία, λένε, αποτελεί αναχρονισμό. Όχι μόνο επειδή η εργατική τάξη αποτελεί αμελητέα πλέον μειοψηφία στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αλλά και επειδή οι εκδηλώσεις των νέων κοινωνικών κινημάτων, όπως του οικολογικού, είναι πολύ πιο σημαντικές για την τύχη της ανθρωπότητας από εκείνες του εργατικού κινήματος.

 

Αυτό που παραβλέπουν οι αμφισβητίες είναι α) ότι με «εργατική» απεργία δεν υποδηλώνεται σήμερα μόνο αυτή των βιομηχανικών εργατών, ο αριθμός των οποίων μειώνεται όντως συνεχώς, αλλά και εκείνη του λεγόμενου «συνολικού εργάτη» (Καρλ Μαρξ), δηλαδή όλων όσοι βρίσκονται σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας (μεταξύ των οποίων οι ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι), που αποτελούν το 80% και πλέον του συνολικού πληθυσμού συμπεριλαμβανομένων και των μελών των νέων κοινωνικών κινημάτων που είναι μισθωτοί, και β) ότι τα αιτήματα τέτοιων απεργιών, όπως της χθεσινής, έχουν ζωτική σημασία όχι μόνο από υλική σκοπιά, αλλά και από εκείνη της υπεράσπισης των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς των εργαζομένων. Από αναχρονισμό λοιπόν ούτε κουβέντα – η εργατική απεργία συνεχίζει να έχει απόλυτη επικαιρότητα.

Κάθε απεργία έχει το δικό της απαράλλακτο προφίλ, και από άποψη στόχων, και από άποψη οργάνωσης και συμμετοχής. Η ταυτότητα της τωρινής, για παράδειγμα, είναι «αμυντική», σφραγίζεται από την απόρριψη του αντεργατικού νομοσχεδίου Χατζηδάκη, καθώς και των υπόλοιπων ρυθμίσεων της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στον εργασιακό τομέα που είχαν προηγηθεί. Το αν θα γίνει στο μέλλον πιο «επιθετική», επιδιώκοντας, για παράδειγμα, το «ξήλωμα» όλου του μνημονιακού εργασιακού πλέγματος και την προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στις υποδείξεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας ILO, αποτελεί ανοικτό θέμα.

Όμως όλες οι απεργίες έχουν δυο κοινά χαρακτηριστικά, που είναι καλό να ανακληθούν εν συντομία στη μνήμη.

Το πρώτο είναι μετατροπή των εργαζόμενων, των κοινωνικά αιώνιων underdogs, μέσω της απεργίας σε (εν δυνάμει) κυρίους του παιχνιδιού. Μια τέτοια αλλαγή στάτους προϋποθέτει βέβαια τη συμμετοχή πολλών εργαζομένων – όσο περισσότερων, τόσο το καλύτερο. Μόνο αυτή μπορεί να εξουδετερώσει τη δομική ανισομέρεια μεταξύ του παντοδύναμου εργοδότη και του κάθε ξεχωριστού και γι’ αυτό αδύναμου εργαζόμενου. Ενωμένοι στους χώρους εργασίας και στους δρόμους γίνονται προσωρινή υπερδύναμη. Το σύνθημα «η ισχύς εν τη ενώσει», όσο παλαιομοδίτικο και να ακούγεται, παραμένει μοντέρνο. Χάρη στην κοινή δράση, η απεργία λειτουργεί για τους συμμετέχοντες σαν «σχολή πολέμου» (Φρίντριχ Ένγκελς), οι εμπειρίες από αυτήν αποτελούν το πιο πολύτιμο «κεφάλαιο» στην περαιτέρω σύγκρουση με τους εργοδότες τους (και την κυβέρνηση που τους εκπροσωπεί).

Το δεύτερο είναι η απελευθερωτική επενέργεια της απεργίας. Αυτή, όσο τουλάχιστον διαρκεί, «παγώνει» τη λειτουργία του κεφαλαίου, καταλύει δηλαδή τη σχέση εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο, που υποκρύπτει και την υποταγή του εργαζόμενου στον κεφαλαιοκράτη. Ο δεύτερος χάνει, μαζί με το κέρδος από τη διακοπή της εργασίας, και την εξουσία επί των εργαζομένων, ο πρώτος, μόνο τις αλυσίδες του. Παρά τις βίαιες αντιδράσεις του κυβερνητικού-εργοδοτικού συμπλέγματος, η απεργία εκλύει σε πολλούς κοινωνούς τους ένα πρωτόγνωρο πνεύμα ελευθερίας που αντισταθμίζει εν πολλοίς τους φόβους για μια ενδεχόμενη απώλεια της θέσης εργασίας και το μέλλον τους.

Τα δυο αυτά χαρακτηριστικά, που είχαν ήδη διαμορφωθεί την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς, δεν πρόκειται μάλλον να αλλάξουν ποτέ – όσο τουλάχιστον διαρκεί ο καπιταλισμός. Κι αυτό παρά τη συνεχή προσθήκη νέων μορφών απεργιών, όπως η λευκή, η καθιστική, η κυλιόμενη, η διαδοχική και πάει λέγοντας. Το ίδιο θα ισχύσει προφανώς και για άλλες πιο πρωτόγνωρες που δεν έχουν έρθει ακόμα, αλλά αναμένονται αργά ή γρήγορα από όσες/ους απασχολούνται, για παράδειγμα, λόγω της πανδημίας στο σπίτι, στο home office.

Όλα αυτά τα καλά και ωραία δεν έχουν καμιά σχέση με έναν απεργιακό ρομαντισμό. Αυτός δεν χωράει πουθενά εδώ ενόψει των αμέτρητων αποτυχημένων, ή μισοαποτυχημένων απεργιών στο παρελθόν, των πολλαπλών κινδύνων που επιφυλάσσει η συμμετοχή σε αυτές, και της χρόνιας διάσπασης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, που βάζει πρόσθετο φρένο στην επιτυχία τους (αν και στη χθεσινή απεργία υπάρχουν κάποια ενθαρρυντικά σινιάλα για κοινή δράση).

Όμως αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη της αισιοδοξίας. Κι αυτό, πρώτον, επειδή, απλά, κάθε απεργία προσφέρει μια νέα ευκαιρία. Και, δεύτερον, επειδή οι απεργίες αξιοποιούν όλο και πιο εγνωσμένα στοιχεία που προσιδιάζουν βέβαια, με πιο μόνιμο τρόπο, στα νέα κοινωνικά κινήματα. Ένα από αυτά: Η ανακατάκτηση του λεγόμενου κοινωνικοεδαφικού χώρου, που στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει το σχεδιασμένο «άπλωμα» και εγκατάσταση των συγκεντρώσεων, διαδηλώσεων, καταλήψεων, κ.λπ., στο δημόσιο χώρο.

Η απεργία ως αναχρονισμός; Το αντίθετο ισχύει. Αναχρονιστικές είναι οι πιρουέτες των εργοδοτών και της κυβέρνησης. Οι απεργοί στην Αθήνα και αλλού χορεύουν έναν μοντέρνο χορό, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα και από το πιο σκληρό ροκ.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet