«Για τον Βύρωνα Λεοντάρη. Κριτικά κείμενα», ανθολόγηση - εισαγωγή - επιμέλεια: Θεοδόσης Πυλαρινός, εκδόσεις Αιγαίον, 2023
«“Μην τον πιστεύετε” μας είπαν / “Δεν είναι άγιος είναι μάγος”». Αυτά έγραφε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος στο περιοδικό «Σημειώσεις» το 2015 στο ποίημα «Το θαύμα», σ’ ένα τεύχος αφιερωμένο στην μνήμη του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη (1932-2014).
Κι αυτές τις ημέρες που φυλλομετρώ τη συγκέντρωση των κριτικών κειμένων που γράφτηκαν για τον Λεοντάρη με τον σαφή τίτλο «Για τον Βύρωνα Λεοντάρη: Κριτικά κείμενα», σε ανθολογία, εισαγωγή και επιμέλεια του Θεοδόση Πυλαρινού, ο στίχος του Λυκιαρδόπουλου αποκτά αλλιώτικο βάθος.
Σ’ αυτόν τον πληθωρικό τόμο των 756 σελίδων, που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Αιγαίον και περιλαμβάνει πυκνή εισαγωγή, λεπτομερές χρονολόγιο και περί τα εβδομήντα κριτικά κείμενα για την κριτική θεώρηση του ποιητικού και δοκιμιακού έργου του Βύρωνα Λεοντάρη, μοιάζει πως αυτή τη φορά οι πολλοί πίστεψαν τον ποιητή.
Πίστεψαν βαθιά έναν ποιητή ως έναν μάγο-σοφό που μίλησε πρώτος και πρωτοδύναμος: «για μία ποίηση, που πυρήνας της είναι η αίσθηση ότι ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μία ήττα, που δεν σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο, αλλά είναι, γενικότερα, ήττα της ανθρωπότητας, του πολιτισμού”, όπως ακριβώς έγραφε ο Λεοντάρης το 1963 για την “ποίηση της ήττας”, το πλέον συζητημένο δοκίμιό του.
Άλλωστε το δοκιμιακό έργο του Λεοντάρη (με εξίσου μεγάλες στιγμές απόσταξης τα κείμενά του για τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη) ήταν πάντα η συνέχεια της ποίησης του με άλλα μέσα. Το προχώρημα της αγωνίας του για τα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά πράγματα, για την υπόθεση της Αριστεράς και τη δυνατότητα μιας τέχνης ριζοσπαστικής, στο σημείο τομής της ποίησης και της πολιτικής μοίρας.
«Τι να τις κάνω εγώ τις ρίζες μου/ όταν οι ρίζες μου απαγχονίστηκαν στον ουρανό/ και το άγριο χώμα προχωράει και σφίγγει όλο και πιο στενά / το Μισολόγγι», θα γράψει ο Βύρωνας Λεοντάρης σε μια από τις κορυφαίες του συλλογές, αν όχι την κορυφαία, στο «Μόνον διά της λύπης» το 1976.
Δηλώνοντας «μόνον δια της λύπης εισέτι ποιητής», ο Λεοντάρης εξέφρασε έναν απολογισμό, τόσο για την ποιητική μας παράδοση, όσο και για την κοινωνική λειτουργία της ποίησης, τον ρόλο του ποιητή και το χαμένο όραμα της Αριστεράς.
Ο Λεοντάρης στο ζενίθ αυτής της συλλογής, μετουσίωσε σε ποίηση τις θέσεις του για την ποίηση της ήττας. Στο δοκίμιο αυτό, που πολεμήθηκε τότε και εξακολουθεί να δυναμιτίζει τον διάλογο, ο Λεοντάρης παραδέχεται πως ο ποιητής δεν αρκεί πια να ονοματίσει τα πράγματα για να τα αλλάξει. Εντοπίζει τις ρίζες της «ποίησης της ήττας» στην αντιστασιακή ιδεολογία και μετεμφυλιακά αντιλαμβάνεται την ήττα ως ένα προϊόν συνειδησιακής κρίσης του ποιητή.
Ο ποιητής, σημειώνει ο Λεοντάρης, «θεωρούσε τον εαυτό του σίγουρο και υπεύθυνο για την ποίηση του, για την επίδραση της στη μεταμόρφωση του κόσμου, ενώ σήμερα ο ποιητής αισθάνεται την ποιητική λειτουργία σαν άγχος».
Εναγώνιος, λοιπόν κι αμφίσημος όπως ταιριάζει σ’ έναν ποιητή, ο Λεοντάρης αγωνίζεται, αγωνιά και τελικά απελπίζεται από την Γενική αίσθηση του 1954 (την πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση) μέχρι το συνταραχτικό Έως... του 2003.
Και γεννιούνται ερωτήματα μιας ρητορικής πια τάξεως. Όπως σε τι βαθμό έχει προλάβει να αποτιμηθεί σήμερα το έργο του Λεοντάρη; Τι άλλο υπάρχει προς άντληση; Αλλά και πέρα από τον σύνδεσμό του με τον Καρυωτάκη, τι; Ο τόμος «Για τον Βύρωνα Λεοντάρη» μας παρέχει απλόχερα όλο το υλικό που χρειαζόμαστε για τα δικά μας συμπεράσματα. Η συγκεντρωτική έκδοση περιλαμβάνει κείμενα καταξιωμένων θεωρητικών, ποιητών, συνοδοιπόρων δημοσιογράφων και κριτικών και η λίστα αυτών των ονομάτων είναι εξαντλητική. Πολύ ενδεικτικά, ανθολογούνται κείμενα των Αναγνωστάκη, Βρεττάκου, Κουλουφάκου, Ζήρα, Μπελεζίνη, Λυκιαρδόπουλου, Ροζάνη, Μαρκίδη, Αλεξίου, Φραγκόπουλου, Αράγη, Λάζαρη, Κρεμμύδα, Κάσσου, Βαρβέρη, Μπουκάλα, Βούλγαρη, Μπλάνα, Χουζούρη, Χατζηβασιλείου, Χουλιαράκη, Λαμπρόπουλου, Χαρτουλάρη, Μέντη και Κοτζιά.
Ενδιαφέρουσα βρήκα και την παρουσία νεότερων, συγκαιρινών μας ποιητών όπως ο Θωμάς Ιωάννου, ο Θωμάς Τσαλαπάτης, ο Αλέξανδρος Μηλιάς και ο εκλιπών Δημήτρης Ελευθεράκης. Σημάδι δηλωτικό μιας δυναμικής και μιας απήχησης στο ποιητικό συνεχές, που καθιστά τον ποιητικό αναστοχασμό του Λεοντάρη πάντα επίκαιρο. Γιατί η φωνή του Λεοντάρη δεν μπορεί παρά να είναι ένας σταθερός πομπός, μια διαρκής υπενθύμιση στα χρόνια της βαβελικής μας μεταπολιτικής συνθήκης. Όσα έρχονται τον δικαιώνουν.
Η σύρτις αποσύρεται με λίγους στίχους του Βύρωνα Λεοντάρη. Οικείους, παρηγορητικούς και κυρίως πιστούς στην ιδιότητα του σοφού και «μάγου» με την οποία άνοιξε αυτό το κείμενο.
[...] τόσοι αγώνες- δίχως μάχη/ τόσες μαγείες- δίχως θάμα.
Κρυφά θα φύγει δίχως να ’χει/ αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας…
Έρωτας- δίχως ν’ αγαπάμε./ Ζωή- χωρίς ποτέ να ζούμε.
Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάμε/ να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε.
Τι μπέρδεμα η ζωή μας, τι ιστορία…/- Σάμπως να υπάρχει πια Ιστορία
δική σου ή άλλη… Τι σκαλίζεις/ τα σπλάχνα του ραδιοφώνου;
Ήμασταν θάλασσα κι έχουμε γίνει/ σάπια βροχή και τιποτένια.
Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου,/ το ρίμελ, το make up και μίλησέ μου.
-Είμαστε μεσοπόλεμος σου λέω,/ ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε
λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου/ να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε.