Του Κωστή ΓιούργουΥπάρχουν αυτοί που υποδέχτηκαν, εδώ, τους χειρισμούς της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού στο ζήτημα της αποκάλυψης της απόρρητης συνομιλίας Τόμσεν-Βελκουλέσκου με προχειρολογίες αντάξιες της πολιτικής τους ρηχότητας. Και υπάρχουν, αλλού, εκείνοι που εισέπραξαν το μήνυμα με σοβαρότητα. Στους τελευταίους συγκαταλέγονται οι εμπνευστές ενός άρθρου με τον τίτλο «Η Ελλάδα πρέπει να κρατήσει το ΔΝΤ στο τραπέζι», που δημοσιεύτηκε στους Financial Times την επομένη της επιστολής του Αλέξη Τσίπρα στην Κριστίν Λαγκάρντ και είναι αποκαλυπτικό των διαθέσεων στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Γραμμένο από έμπειρο γνώστη της τέχνης της αποσιώπησης ουσιαστικών λεπτομερειών, δεν αρκείται στην υπεράσπιση του ΔΝΤ («Η συνομιλία που διέρρευσε δεν προδίδει κάποια συνωμοσία για να αναγκαστεί η Ελλάδα να λάβει περισσότερα μέτρα λιτότητας»...), ούτε στις επιπλήξεις στον πρωθυπουργό και στις θωπείες στην αξιωματική αντιπολίτευση («Το πάντοτε μη δημοφιλές ΔΝΤ είναι εύκολος στόχος για έναν πρωθυπουργό, που είναι αντιμέτωπος με την κριτική για το πώς χειρίζεται την οικονομία και την προσφυγική κρίση και δέχεται την πίεση μιας ανερχόμενης αντιπολίτευσης με επικεφαλής τον Κυριάκο Μητσοτάκη»...). Προχώρησε επικρίνοντας τις διαθέσεις επίσπευσης της αξιολόγησης εκ μέρους της ΕΕ: «Οι Βρυξέλλες [κακώς] επιμένουν πως η Ελλάδα έχει κάνει αρκετά για να ολοκληρώσει την πρώτη αξιολόγηση για τη διάσωση των 86 δισ. ευρώ, ένα αναγκαίο βήμα πριν από οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση για την ελάφρυνση χρέους».
Ο κυνισμός μιας απόρρητης συνομιλίαςΟι απόψεις του διευθυντή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ΔΝΤ δεν έγιναν γνωστές με την αποκάλυψη των Wikileaks. Γνωστός έγινε μόνο ο κυνισμός με τον οποίο αποτυπώνεται στη συνομιλία η διπλή απειλή, που από καιρό επισείει ο κ. Πολ Τόμσεν: της χρεοκοπίας προκειμένου να δεχτεί η Ελλάδα τα σκληρά μέτρα που θέλει το Ταμείο, και της αποχώρησής του από το Πρόγραμμα, προκειμένου να δεχτεί η Γερμανία «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Το κάνει γνωρίζοντας πως ούτε αυτή η ελληνική κυβέρνηση θα υπέγραφε μέτρα αυτοακύρωσής της, ούτε η κ. Μέρκελ θα συναινούσε σε ένα «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, με το κομμάτι του προς το ΔΝΤ αλώβητο και με την ίδια έκθετη στα πυρά της Ομοσπονδιακής Βουλής. Η απάντηση στο ερώτημα αν πρόκειται ή όχι για ηθελημένο αδιέξοδο -με τη μόνη έξοδο να ελέγχεται από το ΔΝΤ- υπάρχει στο άρθρο των FT: «Το ΔΝΤ μπορεί να μην έχει μια εύκολη λύση για τα προβλήματα της Ελλάδας, αλλά .... είναι ο μόνος οργανισμός που ανησυχεί για τις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται, για να ευημερήσει η χώρα εντός της ευρωζώνης... Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για το μέλλον της Ελλάδας και της ευρωζώνης πρέπει να θέλει και την παραμονή του Ταμείου». Δύσκολο να φανταστεί κανείς πιο κομψά διατυπωμένο συνδυασμό υποτίμησης και απειλής.
Σχέσεις επικίνδυνα προβληματικέςΗ αποκάλυψη της απόρρητης συνομιλίας δεν είναι παρά η κορύφωση των πρόσφατων εξελίξεων στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης. Οι σχέσεις με το ΔΝΤ δεν ήταν ποτέ ανέφελες. Έγιναν ιδιαίτερα προβληματικές από τη στιγμή που, μετά και τις κωλυσιεργίες εν όψει του Πάσχα των Καθολικών, εδραιώθηκε στην κυβέρνηση η πεποίθηση ότι το Ταμείο παίζει για μια ακόμη φορά το παιχνίδι των καθυστερήσεων, ώστε η χώρα να οδηγηθεί «στο χείλος του γκρεμού». Κινούμενη οριακά μεταξύ καλής θέλησης και αντοχής των ταμειακών διαθεσίμων, η Ελλάδα έχει πληρώσει από την αρχή του χρόνου 2,2 συν 1,8 δισ. ευρώ στους δανειστές, χωρίς να έχει λάβει ούτε ένα ευρώ. Μια παράταση μηνών στη διαπραγμάτευση θα σήμαινε χρηματοδοτική ασφυξία και δίλημμα μεταξύ καταβολής μισθών-συντάξεων και πληρωμής των δανειστών. Το Βερολίνο, ανήσυχο, πιθανώς, από ένα ενδεχόμενο πιστωτικό γεγονός, λόγω άρνησης της κυβέρνησης Τσίπρα να προτιμήσει τους δανειστές, εμφανίζεται διαλλακτικότερο όσον αφορά στην επίσπευση της αξιολόγησης, παραπέμποντας, όμως, σε εύθετο χρόνο την έναρξη της διαπραγμάτευσης για το χρέος, σε αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης (επιμήκυνση, ύψος επιτοκίου, κ.λπ.) από κοινού με το ΔΝΤ. Το τελευταίο που θα ήθελαν οι δανειστές είναι μια μεταξύ τους ρήξη, όταν υπάρχουν άλλες, επείγουσες εκκρεμότητες στις σχέσεις της Γηραιάς Ηπείρου με τον Νέο Κόσμο.
Η Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ) είναι μία από αυτές. Ίσως η πιο επείγουσα, καθώς οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ καρκινοβατούν ανησυχητικά, διότι τα προβλήματα που εκκρεμούν είναι από τα πιο δύσκολα, πχ, πώς θα επιλύονται οι διαφορές των επενδυτών με τα κράτη, πώς θα συνάπτονται οι συμβάσεις με το δημόσιο, κ.ο.κ. Αν μέχρι τον Ιούλιο δεν έχει υπάρξει συμφωνία, τότε, λέγεται, θα είναι δύσκολο να υπάρξει ευτυχής κατάληξη. Ακολουθούν προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία, που η έκβασή τους ίσως ανατρέψει όλα τα δεδομένα.
Στόχος της ΤΤΙΡ είναι η δημιουργία μιας πελώριας ενιαίας αγοράς, ανεμπόδιστης από τους κοινωνικούς ελέγχους που χαρακτηρίζουν της εθνικές αγορές. Μέσα επίτευξης, μεταξύ πολλών άλλων, η περιστολή ή και κατάργηση των κανόνων για την ασφάλεια των τροφίμων και τη χρήση των τοξικών ουσιών, των νόμων για την προστασία του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας και της παιδείας. Και, βέβαια, των εργασιακών δικαιωμάτων, που η αντιμετώπισή τους προκαλεί τριβές εντός της ΤΤΙΡ. Τα εθνικά κράτη της ΕΕ έχουν μια παράδοση προστασίας τους, που δύσκολα θα μπορούσε να την αγνοήσει οποιαδήποτε κυβέρνηση, χωρίς σοβαρές συνέπειες στην κάλπη και στους δρόμους. Οι ΗΠΑ, αφετέρου, που αρνούνται ανυποχώρητα να κυρώσουν τις διεθνείς συμβάσεις για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι, αδημονούν, καθώς πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές τον Νοέμβριο και η λήξη της θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, ένθερμου υποστηρικτή της ΤΤΙΡ.
Σοβαρή ρήξη δεν πρέπει να αναμένεται. Θα υπάρξουν εντάσεις και υφέσεις. Μια από αυτές είναι η ελληνική αξιολόγηση. Η ένταση που έχει σειρά είναι το πότε και το πώς της διαπραγμάτευσης για τη διευθέτηση του χρέους.